- αλίμονο
- επιφώνημα σχετλιαστικό, που εκφέρεται: α) μόνο τουβ) με προσωπικές κ.ά. αντωνυμίες σε γενική πτώσηγ) αναλυτικά με την πρόθεση σε και αιτιατική και δ) με ουσιαστικό ή επίθετοεκτός από λύπη, εκφράζει απορία, έκπληξη, προσφώνηση, απειλή ή επιβεβαίωση («αλίμονό μου», «αλίμονο σε σένα», «αλίμονο τί έπαθα», «αλίμονο που θα μείνει μόνος»).[ΕΤΥΜΟΛ. Επιφωνηματική λ. αβέβαιης ετυμολογίαςκατά μία άποψη η λ. προήλθε από το ευαγγελικό επιφώνημα ἠλὶ ἠλὶ (τα τελευταία λόγια τού Χριστού πάνω στον Σταυρό) και το επιφώνημα ἆ που προτάσσεται (βλ. και αλί). Κατ’ άλλη άποψη η λ. προέρχεται από την αρχαία επιφωνηματική φράση ἀλλ’ οἴμοι (πρβλ. και γραφή αλλοίμονο). Τέλος, κατά τον Φιλήντα, το επιφώνημα αλίμονο προήλθε από την επιφωνηματική φράση αλί (σε) μένα > αλίμενα > αλίμενο > αλίμονο].
Dictionary of Greek. 2013.